σανδαρακούργιον

σανδαρακούργιον
σανδᾰρακ-ούργιον, τό,
A pit whence σανδαράκη is dug, Str.12.3.40.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σανδαρακουργείον — και σανδαρακούργιον, τὸ, Α ορυχείο εξαγωγής σανδαράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + ουργεῖον (< ουργός < ἔργον), πρβλ. πλινθ ουργεῖον / πλινθ ούργιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”